ἀπόθητος
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ον, A not desired, Hsch., dub. in Call.Fr.302 (leg. ἀπόθεστος).
German (Pape)
[Seite 303] nicht begehrt, v. l. für ἀπόθεστος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόθητος: -ον, ὁ μὴ ποθούμενος Ἡσύχ., Εὐστ., πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 302.
Spanish (DGE)
μὴ φιλούμενος Hsch., cf. Sud.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀπόθητος, -ον)
ανεπιθύμητος.