ἄνθειον
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
τό, A flower, blossom, dub. in Ar.Ach.869 (Boeot.).
German (Pape)
[Seite 231] τό, die Blüthe, böotisch, Ar. Ach. 834.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνθειον: τό, Βοιωτ. = ἄνθος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 869.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
fleur.
Étymologie: mot béotien p. ἄνθος.
Spanish (DGE)
-ου, τό beoc. flor Ar.Ach.869 (cód.).
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἄνθειον: τό (ἄνθος), λουλούδι, ανθός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἄνθειον: τό беот. Arph. = ἄνθος I.