ἐναμοιβαδίς
From LSJ
ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
Adv. A = ἀμοιβαδίς, alternately or one after another, A.R.1.380, 4.1030.
German (Pape)
[Seite 826] wechselseitig, Ap. Rh. 1, 380.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾰμοιβᾰδίς: ἐπίρρ. = ἀμοιβαδίς, ἐναλλάξ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 380.
Spanish (DGE)
(ἐνᾰμοιβᾰδίς)
adv.
1 sucesivamente, uno tras otro γουνάζετο ... ἐ. ἄνδρα ἕκαστον A.R.4.1030.
2 c. gen. sucesivamente entre, tras cada uno de τῶν δ' ἐ. αὐτοὶ ἐπέσταθεν ellos mismos se colocaron en los intervalos sucesivos entre ellos (los escálamos), A.R.1.380.
Greek Monolingual
ἐναμοιβαδίς (Α)
επίρρ. αμοιβαία, εναλλάξ, εκ περιτροπής.