οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them
Full diacritics: ἐσχᾰρωμα | Medium diacritics: ἐσχάρωμα | Low diacritics: εσχάρωμα | Capitals: ΕΣΧΑΡΩΜΑ |
Transliteration A: eschárōma | Transliteration B: escharōma | Transliteration C: escharoma | Beta Code: e)sxa/rwma |
ατος, τό, A scab, eschar, Hippiatr.81.
[Seite 1045] τό, der Schorf, Sp.
ἐσχάρωμα: τό, «κακάδι», Ἱππιατρ. σ. 210, 211.
ἐσχάρωμα, τὸ (Μ) εσχαρώ
εσχάρα έλκους, κακάδι.