ἑλικοβόστρυχος
From LSJ
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
English (LSJ)
ον, A with curling hair, Ar.Fr.334 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 797] mit gelockten Haaren, Ar. frg. bei Hephaest. p. 74.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλῐκοβόστρῠχος: -ον, ὁ ἔχων ἑλικοειδεῖς βοστρύχους, «σγουρὰ μαλλιά», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 314.
Spanish (DGE)
(ἑλῐκοβόστρῠχος) -ον
de rizados bucles μήτε Μούσας ἀνακαλεῖν ἑλικοβοστρύχους Ar.Fr.348.
Greek Monolingual
ἑλικοβόστρυχος, -ον (Α)
αυτός που έχει σγουρά μαλλιά.
Russian (Dvoretsky)
ἑλῐκοβόστρυχος: кудрявый Arph.