ἑλικοβλέφαρος
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
English (LSJ)
ον, A with ever-moving eyes, quick-glancing, epith. of Aphrodite, h.Hom.6.19, Hes.Th.16, Pi.Fr.123.5; of Alcmene, Id.P.4.172.
German (Pape)
[Seite 797] mit gewundenen, gebogenen, oder (vgl. ἑλίκωψ) mit leicht beweglichen Wimpern, d. i. mit lebhaften Augen; Aphrodite, H. h. 5, 19; Hes. Th. 16; Pind. frg. 88; Leda, P. 4, 172.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλῐκοβλέφᾰρος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ ταχέως κινοῦσα τὰ βλέφαρα, ἡ ῥίπτουσα ταχὺ βλέμμα, χαῖρ’ ἑλικοβλέφαρε, περὶ τῆς Ἀφροδίτης, Ὕμν. Ὁμ. 6. 19, Ἡσ. Θ. 16, Πινδ. Ἀποσπ. 88· περὶ τῆς Λήδας, Πινδ. Π. 4. 304· πρβλ. ἑλίκωψ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux yeux mobiles ou vifs.
Étymologie: ἑλικός, βλέφαρον.
Spanish (DGE)
(ἑλῐκοβλέφᾰρος) -ον
• Alolema(s): -γλέφᾰρος Pi.P.4.172, Fr.123.8
• Morfología: [gen. -οιο Q.S.13.470]
que gira los ojos, de ojos vivarachos o alegresde Afrodita, Hes.Th.16, h.Hom.6.19, Pi.Fr.123.8, Orph.H.57.4, tal vez de la eólide Eurita, Hes.Fr.11.2, de Leda, Pi.P.4.172, de Maya, Simon.50.2, de Helena, Q.S.l.c.
•interpr. como de hermosos ojos Hsch., Sch.Hes.Th.16b
•o de negros ojos Eust.57.2.
Greek Monolingual
ἑλικοβλέφαρος, -ον (Α)
(για γυναίκα) αυτή που ρίχνει γρήγορες ματιές.
Greek Monotonic
ἑλῐκοβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), αυτός που έχει γυριστά βλέφαρα, που έχει ζωηρό βλέμμα, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
ἑλῐκοβλέφαρος: с (красиво) загнутыми ресницами (эпитет Афродиты HH, Hes., Pind. и Леды Pind.).