ἔγκρυπτος
From LSJ
τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
English (LSJ)
A = ἐγκρυφίας, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκρυπτος: -ον, κεκρυμμένος, ἔγκρυπτος δικαιοσύνη Θεοδώρητ. 2) αὐσιαστ., «πέμματος εἶδος» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ον
cocido entre cenizas, ἄρτος glos. a ἐσχαρίτης Hsch.
•subst. ὁ ἐ. un tipo de torta Hsch.