ἠπερόπευμα

From LSJ
Revision as of 23:09, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπερόπευμα Medium diacritics: ἠπερόπευμα Low diacritics: ηπερόπευμα Capitals: ΗΠΕΡΟΠΕΥΜΑ
Transliteration A: ēperópeuma Transliteration B: ēperopeuma Transliteration C: iperopevma Beta Code: h)pero/peuma

English (LSJ)

ατος, τό,    A cozener, γυναικῶν Critias 1.3 D.

German (Pape)

[Seite 1174] τό, Betrug, γυναικῶν, Anakreon, der die Frauen berückt, Critias bei Ath. XIII, 600 d, = Folgdm.

Greek (Liddell-Scott)

ἠπερόπευμα: τό, ἀπάτη, «ξεμυάλισμα», γυναικῶν ἠπερόπευμα καλεῖται ὁ Ἀνακρέων ὡς δελεάζων τὰς γυναῖκας, Κριτίας 7. 3.

Greek Monolingual

ἠπερόπευμα, το (Α) ηπεροπεύω
το ξεγέλασμα, το ξεμυάλισμα γυναίκας από γοητευτικό άντρα.