ἠχικός

From LSJ
Revision as of 23:04, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu

Menander, Monostichoi, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠχικός Medium diacritics: ἠχικός Low diacritics: ηχικός Capitals: ΗΧΙΚΟΣ
Transliteration A: ēchikós Transliteration B: ēchikos Transliteration C: ichikos Beta Code: h)xiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἦχος)    A = ἠχητικός, of Alcaeus, ἠ. Αἰολίδης, i.e. singing in Aeolic, Epigr. ap. Sch.Pi.O.p.10D.

German (Pape)

[Seite 1180] = ἠχετικός, Welck. syll. epigr. 236, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἠχικός: -ή, -όν, (ἦχος) = ἠχητικός, Ἐπιγρ. ἐν Welck. Syll. 236. 4.

Greek Monolingual

ἠχικός, -ή, -όν (Α) ήχος
αυτός που παράγει ήχο, ηχητικός, αυτός που ψάλλει, μελωδόςἠχικός Αἰολίδης» — αυτός που μελωδεί στην αιολική διάλεκτο, για τον Αλκαίο, Σχόλ. Πινδ.).