ἡμικρής
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, A half a Cretan, Lyc.150.
German (Pape)
[Seite 1168] ῆτος, ὁ, ein halber Kreter, Lycophr. 150.
Greek Monolingual
ἡμικρής και ορθτ. τ. ἡμίκρης, ὁ (Α)
(για τον Μενέλαο) ο κατά το ήμισυ Κρητικός.