ἴντυβος
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ὁ, ( A ἴντουβος Edict.Diocl.6.3) = ἔντυβος, endive, Gal.6.628: —also ἰντῠβολάχᾰνον, τό, [Id.] 14.321.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἴντυβος, Α και ἴντουβος)
βοτ. το αντίδι, είδος φυτού του γένους κιχώριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ίντυβος (ή ίντυβο ή έντυβον) αποτελεί δάνεια λ. από τη λατ. intubus, που κι αυτή πρέπει να είναι δάνειο από κάποια σημιτική γλώσσα].
Frisk Etymological English
See also: s. ἔντυβον