ὀσφυαλγία
From LSJ
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, A lumbago, ib.606.
German (Pape)
[Seite 401] ἡ, Hüftschmerz, Hippocr.
Greek Monolingual
η (Α ὀσφυαλγία, ιων. τ. ὀσφυαλγίη) οσφυαλγής
πόνος στην οσφυϊκή χώρα, που μπορεί να ακτινοβολεί προς διάφορες κατευθύνσεις και ιδίως προς το ισχιακό νεύρο και ο οποίος οφείλεται σε μυοσκελετικές παθήσεις της σπονδυλικής στήλης ή σε νόσους του ουροποιογενετικού συστήματος.