ὑδροσκοπία

From LSJ
Revision as of 08:11, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροσκοπία Medium diacritics: ὑδροσκοπία Low diacritics: υδροσκοπία Capitals: ΥΔΡΟΣΚΟΠΙΑ
Transliteration A: hydroskopía Transliteration B: hydroskopia Transliteration C: ydroskopia Beta Code: u(droskopi/a

English (LSJ)

ἡ,    A water-finding, ib.2.5 tit.    2 = ὑδρολόγιον, Sch. Ptol.Tetr.90.

Greek Monolingual

η / ὑδροσκοπία, ΝΑ υδροσκόπος
η αναζήτηση και ο καθορισμός της θέσης υπόγειων υδάτινων αποθεμάτων
(αρχ) χρονόμετρο με νερό, ὑδρολογιον.