ὑδροχαρής

From LSJ
Revision as of 08:15, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one’s first thought false

Sophocles, Antigone, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροχᾰρής Medium diacritics: ὑδροχαρής Low diacritics: υδροχαρής Capitals: ΥΔΡΟΧΑΡΗΣ
Transliteration A: hydrocharḗs Transliteration B: hydrocharēs Transliteration C: ydrocharis Beta Code: u(droxarh/s

English (LSJ)

ές,    A delighting in water, Eust.254.11, etc.

German (Pape)

[Seite 1174] ές, sich des Wassers freuend, gern im, am Wasser lebend, Eustath.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροχαρής: -ές, ὁ ἀγαπῶν τὸ ὕδωρ, Εὐστ. 254· 11, κλπ.· - Ὑδρόχαρις, ὄνομα βατράχου ἐν τῇ Βατραχομυομ. 229.

Greek Monolingual

-ές / ὑδροχαρής, -ές, ΝΜ, και υδρόχαρος, -η, -ο, Ν
1. αυτός που του αρέσει το νερό
2. (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί στο νερό, υδρόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -χαρής / -χαρος (< χαίρω), πρβλ. οἰνο-χαρής].