ὑπερέπτα
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
A v. ὑπερπέτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερέπτα: ἴδε ὑπερπέτομαι.
Greek Monotonic
ὑπερέπτα: γʹ ενικ. Ενεργ. αορ. βʹ του ὑπερπέτομαι.