ὑψήγορος
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
English (LSJ)
ον, A grandiloquent, vaunting, A.Pr.320,362; sublime, Ph.1.473.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψήγορος: -ον, μεγαλήγορος, Αἰσχύλ. Πρ. 318, 360· ὑψηλὸς τὸ ὕφος, Φίλων 1. 473. ― Ἐπίρρ. -ρως, Κλήμ. Ἀλ. 802.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που μιλάει κομπαστικά, κομπορρήμων, αλαζόνας
2. (σχετικά με ύφος) υψηλός, μεγαλοπρεπής.
επίρρ...
ὑψηγόρως Α
με υψηλό, με μεγαλοπρεπές ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. μεγαλ-ήγορος, με έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
ὑψήγορος: -ον (ἀγορεύω), πολυλογάς, στομφώδης, μεγαλόστομος, κομπορρήμων, καυχησιάρης, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑψήγορος: велеречивый или высокомерный (γλῶσσα, κομπάσματα Aesch.).
Middle Liddell
ὑψ-ήγορος, ον, ἀγορεύω
talking big, grandiloquent, vaunting, Aesch.