δωροξενίας

From LSJ
Revision as of 01:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωροξενίας Medium diacritics: δωροξενίας Low diacritics: δωροξενίας Capitals: ΔΩΡΟΞΕΝΙΑΣ
Transliteration A: dōroxenías Transliteration B: dōroxenias Transliteration C: doroksenias Beta Code: dwroceni/as

English (LSJ)

γραφή, ἡ, A indictment of a ξένος for bribing the judges to declare him an Athenian, Lys.Fr.196 S., Hyp.Fr.20, Arist.Ath.59.3.

German (Pape)

[Seite 696] γραφή, Klage gegen Einen, der der ξενία angeklagt, die Richter bestochen harte, Lys. bei Harpocr.; vgl. Poll. 8, 44 u. B. A. 238. 240.

Greek (Liddell-Scott)

δωροξενίας: γραφή, ἡ, ἡ καταγγελία κατὰ ξένου, ὡς προσενεκόντος δῶρα εἰς τοὺς δικαστάς, ἵνα κηρύξωσιν αὐτὸν Ἀθηναῖον, εἰσὶ δὲ καὶ γραφαὶ… ξενίας καὶ δωροξενίας, ἄν τις δῶρα δοὺς ἀποφύγῃ τὴν ξενίαν Ἀριστ. Πολ. Ἀθην. 59, Λυσ. καὶ Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρπ.