φιλοπτόλεμος

From LSJ
Revision as of 07:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοπτόλεμος Medium diacritics: φιλοπτόλεμος Low diacritics: φιλοπτόλεμος Capitals: ΦΙΛΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: philoptólemos Transliteration B: philoptolemos Transliteration C: filoptolemos Beta Code: filopto/lemos

English (LSJ)

φῐλόπτολις, poet. for φιλοπόλεμος, φιλόπολις.

German (Pape)

[Seite 1284] poet. statt φιλοπόλεμος, Hom.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπτόλεμος: φῐλόπτολις, ποιητ. ἀντὶ φιλοπόλεμος, φιλόπολις.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. φιλοπόλεμος.

English (Autenrieth)

fond of war, warloving. (Il.)

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) βλ. φιλοπόλεμος.

Greek Monotonic

φῐλοπτόλεμος: φῐλό-πτολις, ποιητ. αντί φιλο-πόλεμος, φιλό-πολις.

Russian (Dvoretsky)

φιλοπτόλεμος: Hom., Theocr. = φιλοπόλεμος.