ὄτριχες
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
Full diacritics: ὄτριχες | Medium diacritics: ὄτριχες | Low diacritics: ότριχες | Capitals: ΟΤΡΙΧΕΣ |
Transliteration A: ótriches | Transliteration B: otriches | Transliteration C: otriches | Beta Code: o)/trixes |
A v. ὄθριξ. ὀτρύγη· χόρτος, καλάμη, Hsch.
ὄτρῐχες: ὀνομ. πληθ. τοῦ ὄθριξ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄτριχας· ὁμοιότριχας».
(θρίξ), pl.: with like hair, like-colored, Il. 2.765†.
ὄτρῐχες: ονομ. πληθ. του ὄθριξ.