ὀτρυντήρ
From LSJ
English (LSJ)
κῆρυξ, κελευστής, σαλπιγκτήρ, Hsch.
German (Pape)
[Seite 405] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ὀτρυντήρ: ῆρος, ὁ, (ὀτρύνω) ὁ ὀτρύνων, κελεύων, «κήρυξ. κελευστής, σαλπι(γ)κτὴρ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὀτρυντήρ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κήρυξ, κελευστής, σαλπιγκτήρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀτρύνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. οξυν-τήρ)].