κοιτωνοφύλαξ
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, A guardian of the bed-chamber, Apion ap. Hsch. s.v. θαλαμηπόλος.
German (Pape)
[Seite 1471] ακος, ὁ, Wächter des Schlafzimmers, Hesych. v. θαλαμηπόλος.
Greek (Liddell-Scott)
κοιτωνοφύλαξ: -ᾰκος, ἡ, «ἡ τοῦ θαλάμου ἐπιμελουμένη» Ἡσύχ. ἐν λ. θαλαμηπόλος.
Greek Monolingual
κοιτωνοφύλαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)
φύλακας του κοιτώνα, θαλαμηπόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιτών + φύλαξ (πρβλ. αρχειο-φύλαξ, θαλαμο-φύλαξ)].