βασανίτης

From LSJ
Revision as of 22:05, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰσᾰνίτης Medium diacritics: βασανίτης Low diacritics: βασανίτης Capitals: ΒΑΣΑΝΙΤΗΣ
Transliteration A: basanítēs Transliteration B: basanitēs Transliteration C: vasanitis Beta Code: basani/ths

English (LSJ)

λίθος, = sq., Hsch.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): fem. βασανῖτις Isid.Pel.Ep.M.78.1493C
basanita β. (λίθος) piedra de toque Plin.HN 36.58, 147, Isid.Pel.l.c., Hsch., PLeid.X.68, Isid.Etym.16.4.36, 5.6.

Greek Monolingual

ο (Α βασανίτης)
νεοελλ.
ηφαιστειακό εκρηξιγενές πέτρωμα
αρχ.
η λυδία λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάσανος. Το λατ. basanites αποτελεί δάνεια λ. από την Ελληνική, ενώ μέσω του λατ. το ελλ. βασανίτης εισάχθηκε και στη νεώτερη επιστημονική ορολογία
πρβλ. αγγ. basanite (οπότε το νεώτερο βασανίτης «ηφαιστειακό εκρηξιγενές πέτρωμα» αποτελεί αντιδάνειο της Ελληνικής)].