μύρτινος
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
η, ον, A of myrtle, στέφανος Eub.99; [[[μύρον]]] Thphr.Od. 28.
German (Pape)
[Seite 222] = μύρσινος, στέφανος, Euhul. Ath. XV, 679 e.
Greek (Liddell-Scott)
μύρτῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ μύρτου κατεσκευασμένος, στέφανος Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισι» 4· πρβλ. μύρσινος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μύρτινος, -η, -ον) μύρτος
αυτός που είναι φτειαγμένος από μυρτιά.