ποικιλόχειρος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A with changeful hands, [[[θεά]]], of Fortune, prob. in Lyr.Alex.Adesp.34.1.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για την τύχη) αυτή που έχει ποικίλα, άστατα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος+ -χειρος (< χείρ, χειρός),πρβλ. υπό-χειρος].