ἄθυστος
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
ον, = sq., A ἱρά Semon.7.56.
German (Pape)
[Seite 48] f. L. für ἄθυτος, Simonid. mul. 56.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθυστος: -ον, = τῷ ἑπομ. ἱρά, Σιμων. Ἰαμβ. 7. 56.
Spanish (DGE)
-ον
no sacrificado, destinado al sacrificio ἄ. ἱρὰ κατεσθίει Semon.8.56.