ἄθυτος

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄθῠτος Medium diacritics: ἄθυτος Low diacritics: άθυτος Capitals: ΑΘΥΤΟΣ
Transliteration A: áthytos Transliteration B: athytos Transliteration C: athytos Beta Code: a)/qutos

English (LSJ)

ἄθυτον,
A not offered, i.e. omitted, ἱερά Lys.26.6.
2 not successfully offered, ἱερά Aeschin.3.131, 152: metaph., ἄθυτα παλλακῶν σπέρματα, of illegitimate children, Pl.Lg.841d, cf. Suid. s.v. ἄθυτοι γάμοι.
3 not fit to be offered, LXX Le.19.7, cf. Philostr.V A8.7.10.
4 of a god, to whom no sacrifice is offered, D.H.8.25.
5 not fit for sacrifice, opp. θύσιμος, Lib.Decl.13.63.
6 = ἄπυρος, Hsch.
II Act., without sacrificing, ἄθυτος ἀπελθεῖν X.HG3.2.22.

Spanish (DGE)

(ἄθῠτος) -ον
I 1no sacrificado u ofrecido en sacrificio πελανοί E.Hipp.147, ἄ. τὰ πάτρια ἱερὰ γίγνεσθαι quedar sin ofrecer los sacrificios tradicionales Lys.26.6, cf. D.H.8.25, ἄθυτον αἰγοτόμιον ἔσθειν Epigr.Anat.22.1994.141 (Frigia, imper.), ἄ. θυσίαι sacrificios no llevados aún a cabo, ISmyrna 728.11 (II d.C.) (pero tb. interpr. como II), ἄρτοι SB 10564.17 (II d.C.) (pero tb. interpr. como I 3)
subst. τὰ ἄθυτα = alimentos no ofrecidos en sacrificios de los que el dios no ha recibido su parte οἱ διάκοινοι ἄθυτα ἐφάγοσαν Sitz.Wien.265(1).1969.58 (Lidia, imper.).
2 no consagrado por sacrificio γάμοι Ael.Fr.124, ἄθυτα παλλακῶν σπέρματα de niños ilegítimo Pl.Lg.841d.
3 no sacrificado correctamente, sacrificado de manera contraria a las normas, impío ἀθύτων καὶ ἀκαλλιερήτων ὄντων τῶν ἱερῶν Aeschin.3.131, 152.
II que no debe ser sacrificado, impropio para la ofrenda θυσία LXX Le.19.7, βοῦς Plu.2.363b.
III que no ofrece sacrificios ἄθυτος ἀπῆλθεν X.HG 3.2.22, ἄν ... ἄθυτοι γένωνται D.C.59.20.2, cf. Porph.Abst.2.7.
IV adv. ἀθύτως = sin sacrificio Epiph.Const.Num.Myst.M.43.516B, Anon.HE 2.31.6.

German (Pape)

[Seite 48] nicht geopfert, πέλανα Eur. Hipp. 147; nicht durch Opfer gefeiert, τὰ ἱερὰ ἄθυτα γίγνεται, Lys. 26, 6. 30, 20; anders Aesch. 3, 131, neben ἀκαλλιέρητος, wofür nachher einfach steht οὐκ ἦν καλὰ τὰ ἱερά, Bei Plat. Legg. VIII, 841 d σπέρματα παλλακῶν καὶ νοθά, nicht durch Opfer eingeweiht; Xen. Hell. 3, 2, 23, der nicht geopfert hat.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 non sacrifié, non offert en sacrifice;
2 non accepté comme sacrifice;
II. qui ne sacrifie pas ou n'a pas sacrifié.
Étymologie: , θύω.

Russian (Dvoretsky)

ἄθῠτος:
1 не принесенный в виде жертвы (πέλανοι Eur.): ἱερὰ ἄθυτα Lys. несовершенные жертвоприношения (ср. 2);
2 отвергнутый в качестве жертвы, не принятый богами (ἱερά Aeschin.);
3 неосвященный жертвоприношениями, т. е. незаконный (σπέρματα παλλακῶν Plat.);
4 не совершивший жертвоприношения: ἄ. ἀπῆλθεν Xen. (Агид) вернулся, не совершив жертвоприношения;
5 непригодный для жертвоприношения (βοῦς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄθῠτος: -ον, ὁ μὴ θυσιασθείς, ὁ παραμεληθείς, ἱερά, Λυσ. 175. 34. 2) ὁ μὴ μετ’ ἐπιτυχίας θυσιασθείς, ἱερὰ ἄθ., Λατ. Sacra inauspicata, μὴ γενόμενα δεκτά, Αἰσχίν. 75. 12., 72., 16· πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1006· (ἐκ θυμάτων Ἥφαιστος οὐκ ἔλαμπεν) καὶ ἴδε τὰς λέξ. ἄπυρος, ἀνίερος: - μεταφ. ἄθυτα παλλακῶν σπέρματα, περὶ νόθων παίδων, Πλάτ. Νόμ. 841D, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει ἄθυτοι γάμοι. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ προσφέρων, ὁ μὴ θύων, ἄθυτον ἀπελθεῖν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 23.

Greek Monotonic

ἄθῠτος: -ον (θύω),
I. αυτός που δεν θυσιάστηκε, δηλ. αυτός που έχει παραμεληθεί ώστε να μη θυσιαστεί· ἱερὰ ἄθυτα, Λατ. sacra inauspicata, τα μη γενόμενα δεκτά, σε Αισχίν.
II. Ενεργ., αυτός που δεν προσφέρει θυσίες· ἄθυτος ἀπελθεῖν, σε Ξεν.

Middle Liddell

[θύω1]
I. not offered, i. e. neglected, ἱερὰ ἄθ., Lat. sacra inauspicata, Aeschin.
II. act. without sacrificing, ἄθυτος ἀπελθεῖν Xen.