λιθοεργής
From LSJ
English (LSJ)
ές, = sq. 1, A Μέδουσα Opp.C.3.222.
German (Pape)
[Seite 45] ές, zu Stein machend, versteinernd, Medusa, Opp. Cyn. 3, 222.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοεργής: -ές, = τῷ ἑπομ. Ι, Ὀππ. Κυν. 3. 222.
Greek Monolingual
λιθοεργής, -ές (Α)
λιθοεργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -εργής (< ἔργον), πρβλ. εν-εργής, Λυκιο-εργής].