οἰωνισμός

From LSJ
Revision as of 00:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰωνισμός Medium diacritics: οἰωνισμός Low diacritics: οιωνισμός Capitals: ΟΙΩΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: oiōnismós Transliteration B: oiōnismos Transliteration C: oionismos Beta Code: oi)wnismo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg., LXXGe.44.5, al., Plu. Num.14.

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Πλουτ. Νουμ. 14.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de tirer des présages du vol ou du cri des oiseaux, présage.
Étymologie: οἰωνίζομαι.

Greek Monolingual

ο (Α οἰωνισμός) οιωνίζομαι
παρατήρηση της κραυγής και του τρόπου πτήσης τών πτηνών για την πρόβλεψη του μέλλοντος.

Greek Monotonic

οἰωνισμός: ὁ, = το προηγ., σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνισμός: ὁ прорицание по полету или крику вещих птиц, птицегадание, предсказывание будущего Plut.