φλεγμασία

From LSJ
Revision as of 14:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλεγμᾰσία Medium diacritics: φλεγμασία Low diacritics: φλεγμασία Capitals: ΦΛΕΓΜΑΣΙΑ
Transliteration A: phlegmasía Transliteration B: phlegmasia Transliteration C: flegmasia Beta Code: flegmasi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, = foreg., Id.Acut.35, Arist.GA746a5, etc. 2 turgescence, Hp.Loc.Hom.42.

German (Pape)

[Seite 1291] ἡ, = φλεγμονή, Aristot.

Greek (Liddell-Scott)

φλεγμᾰσία: ἡ, = φλεγμονή, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 389, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10.4, 2, π. Ζῴων Γεν. 2. 7, 4, κλπ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
φλεγμονή
νεοελλ.
ιατρ. θρομβοφλεβίτιδα της μηριαίας ή και της έξω λαγόνιας φλέβας, πολύ συχνή ύστερα από τοκετό ή στο πλαίσιο κάποιου λοιμώδους νοσήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγμα + κατάλ. -ασία (πρβλ. ξηρ-ασία, ὑγρ-ασία)].

Russian (Dvoretsky)

φλεγμᾰσία: ἡ воспаление Arst.