Διόβολος
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
English (LSJ)
ον, = foreg.1, διόβλητος, hurled by Zeus, of the thunderbolt, A κτύπος S.OC1464 (lyr.), E.Alc.128 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
Διόβολος: -ον, ὑπὸ τοῦ Διός ῥιφθείς, ἐξακοντισθείς, ἐπὶ κεραυνοῦ, Σοφ. Ο. Κ. 1464, Εὐρ. Ἀλκ. 125· -οὕτω Διόβλητος, ον, Αἰλ. π. Ζ. 6. 62· καί Διοβλής, ῆτος, ὁ, ἡ, Σχόλ. Πινδ. Π. 8. 22.
Greek Monotonic
Διόβολος: -ον (βάλλω), αυτός που εξακοντίζεται από το Δία, σε Ευρ.