Διόβολος

From LSJ
Revision as of 19:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Διόβολος Medium diacritics: Διόβολος Low diacritics: Διόβολος Capitals: ΔΙΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: Dióbolos Transliteration B: Diobolos Transliteration C: Diovolos Beta Code: *dio/bolos

English (LSJ)

ον, = foreg.1, διόβλητος, hurled by Zeus, of the thunderbolt, A κτύπος S.OC1464 (lyr.), E.Alc.128 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

Διόβολος: -ον, ὑπὸ τοῦ Διός ῥιφθείς, ἐξακοντισθείς, ἐπὶ κεραυνοῦ, Σοφ. Ο. Κ. 1464, Εὐρ. Ἀλκ. 125· -οὕτω Διόβλητος, ον, Αἰλ. π. Ζ. 6. 62· καί Διοβλής, ῆτος, ὁ, ἡ, Σχόλ. Πινδ. Π. 8. 22.

Greek Monotonic

Διόβολος: -ον (βάλλω), αυτός που εξακοντίζεται από το Δία, σε Ευρ.

Middle Liddell

Διό-βολος, ον adj βάλλω
hurled by Zeus, Soph., Eur.