ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
[Seite 1354] = χθόνιος, nur Hesych.
-ΐνη, -ον, Αχθόνιος.[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. ανώμαλα σχηματισμένος από τη λ. χθών, χθονός (χωρίς το -ν- του θ.), κατ' αναλογία προς το γήινος.