χθόϊνος

From LSJ
Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

German (Pape)

[Seite 1354] = χθόνιος, nur Hesych.

Greek Monolingual

-ΐνη, -ον, Α
χθόνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. ανώμαλα σχηματισμένος από τη λ. χθών, χθονός (χωρίς το -ν- του θ.), κατ' αναλογία προς το γήινος.