εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
σέων: γεν. πληθ. τοῦ σής.
σέων: γεν. πληθ. του σής.
σέων gen. plur. van σής.
σέων: gen. pl. к σής.