κειρύλος

From LSJ
Revision as of 07:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

German (Pape)

[Seite 1412] ὁ, bei Ar. Av. 310 komische Verdrehung aus κηρύλος, Eisvogel, mit Anspielung auf κείρω.

Greek (Liddell-Scott)

κειρύλος: ἴδε ἐν λέξ. κηρύλος.

Greek Monolingual

κειρύλος, ὁ (Α)
βλ. κηρύλος.

Greek Monotonic

κειρύλος: ὁ, βλ. κηρύλος.

Russian (Dvoretsky)

κειρύλος: ὁ (шутл. вм. κηρύλος, по созвучию с κείρω) цирюльник Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κειρύλος -ου scheermeeuw, komische verhaspeling van κηρύλος (ijsvogel).