Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
μάκων: μᾱκώνιον, μᾱκωνίς, ἴδε μηκ-.
μάκων, -ωνος, ὁ (Α)
(δωρ.τ.) βλ. μήκων.
μάκων: [ᾱ], Δωρ. αντί μήκων.
μάκων: (ᾱ) ἡ дор. = μήκων.