Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
Plato, Apology 21dFrench (Bailly abrégé)
ου;
dor. ὀξυβόας;
adj. m.
aux cris perçants.
Étymologie: ὀξύς, βοάω.
Russian (Dvoretsky)
ὀξῠβόης: дор. ὀξυβόᾱς, ου adj. m
1) пронзительный (οἰωνόθροος γόος Aesch.);
2) пронзительно визжащий или жужжащий (κώνωπες Anth.).