τιθαίνομαι

From LSJ
Revision as of 08:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἀρχὴν μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον· φύντα δ' ὅμως ὤκιστα πύλας Ἀίδαο περῆσαι → First, it is best for mortals to not be born. If born, to pass through Hades' gates as soon as possible.

Source

Greek (Liddell-Scott)

τῐθαίνομαι: ἴδε τιθηνέω.

Greek Monolingual

Α
τρέφω κάποιον ως τροφός, θηλάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιθήνη «τροφός». Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ. ἐτιθήνατο].

Russian (Dvoretsky)

τιθαίνομαι: вскармливать (Ἣραν ἐτιθήνατο Τηθύς Luc.).