εὐρυφαρέτρας
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
au large carquois.
Étymologie: εὐρύς, φαρέτρα.
English (Slater)
εὐρῠφᾰρέτρας
1 with broad quiver epith of Apollo. εὐρυφαρέτρας ἑκάεργος Ἀπόλλων (P. 9.26) τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον (Pae. 6.111) εὐρυφάρετρ' Ἄπολλον fr. 148.
Russian (Dvoretsky)
εὐρῠφᾰρέτρᾱς: и εὐρυφάρετρος, ου adj. m с широким колчаном (Ἀπόλλων Pind.).