εὐρυφαρέτρας
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
Doric for εὐρυφαρέτρης.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
au large carquois.
Étymologie: εὐρύς, φαρέτρα.
English (Slater)
εὐρῠφᾰρέτρας with broad quiver epith of Apollo. εὐρυφαρέτρας ἑκάεργος Ἀπόλλων (P. 9.26) τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον (Pae. 6.111) εὐρυφάρετρ' Ἄπολλον fr. 148.
Russian (Dvoretsky)
εὐρῠφᾰρέτρᾱς: и εὐρυφάρετρος, ου adj. m с широким колчаном (Ἀπόλλων Pind.).