ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
ἀγκομίζω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀνακομίζω.
ἀγκομίζω v. ἀνακομίζω.
ἀγκομίζω: ποιητ. συγκεκ. αντί ἀνα-κομίζω.
ἀγκομίζω: Pind. = ἀνακομίζω.