τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
ὁ, ἡ, Α
πλησιφαής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. πλησ(ι)- του πίμπλημι «γεμίζω» (πρβ. αόρ. ἔ-πλησ-α) + -φως (< φῶς, φωτός), πρβλ. λειψί-φως].