ποτιβλέπω

From LSJ
Revision as of 08:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source

Greek (Liddell-Scott)

ποτιβλέπω: Δωρ. ἀντὶ προσβλ-, Θεόκρ. 5. 36.

Greek Monolingual

και ποτιγλέπω Α
(δωρ. τ.) προσβλέπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + βλέπω / γλέπω].

Greek Monotonic

ποτιβλέπω: Δωρ. αντί προσ-βλέπω.

Russian (Dvoretsky)

ποτιβλέπω: дор. = προσβλέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτιβλέπω Dor. voor προσβλέπω.