ἀταλαιπώρητος

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source

German (Pape)

[Seite 383] dasselbe, Schol. Ar. Th. 1081.

Spanish (DGE)

-ον
1 que es sin esfuerzo, libre de molestias, fácil κατεργασία τῆς τροφῆς Sor.100.27, βίος Chrys.M.62.295.
2 adv. -ως miserablemente κἀκεῖ μετὰ νεκρῶν ἀ. κατοικήσομαι Sch.E.Hec.204D., cf. Hsch.s.u. ἀνοίκτως.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀταλαιπώρητος, -ον)
ο δίχως ταλαιπωρίες και στενοχώριες
νεοελλ.
1. ξεκούραστος
2. ο χωρίς εντατική προσπάθεια, αβασάνιστος, επιπόλαιος.