λαξπάτητος

From LSJ
Revision as of 23:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

German (Pape)

[Seite 15] mit Füßen getreten, Soph. Ant. 1275, Herm. lies't λεωπάτητος.

Greek (Liddell-Scott)

λαξπάτητος: -ον, ἴδε ἐν λ. λακπάτητος.

French (Bailly abrégé)

foulé aux pieds.
Étymologie: λάξ, πατεῖν.

Greek Monolingual

λαξπάτητος (Α)
βλ. λακπάτητος.

Russian (Dvoretsky)

λαξπάτητος: (πᾰ) Soph. v. l. = λακπάτητος.