λεωπάτητος
From LSJ
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
English (LSJ)
v. λέως.
German (Pape)
[Seite 37] vom Volke ganz u. gar zertreten, alte v.l. bei Soph. Ant. 1261 für λαξπάτητος.