ἀλαθής

From LSJ
Revision as of 06:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἀληθής.

English (Slater)

ᾰλᾱθής (-ής, -εῖ, -έα, -ῆ; -έσιν, -έας)
   1 true ὑπὲρ τὸν ἀλαθῆ λόγον (O. 1.28) αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον ἀλαθεῖ νόῳ (O. 2.92) γνῶναί τ' ἔπειτ ἀρχαῖον ὄνειδος ἀλαθέσιν λόγοις εἰ φεύγομεν (O. 6.89) ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἁδύγλωσσος βοὰ (O. 13.98) Ἰσμήνιον δ' ὀνύμαξεν, ἀλαθέα μαντίων θῶκον (P. 11.6) τὰς χρυσάμπυκας ἀγλαοκάρπους τίκτεν ἀλαθέας ὥρας (Boeckh ex Hesych.: ἀγαθὰ σωτῆρας codd.: ὅτι κυκλίσμῷ πάντα ποιοῦσιν. Hesych.) fr. 30. 6. dub., Hesych., s. v. ἀλαθεῖς· οἱ μηδὲν ἐπιλανθανόμενοι ὡς Πίνδαρος. “fort. recte trahitur ad fr. 30. 6.” nott. Snell. fr. 331. frag. ]αι τὸ δἀλαθὲ[ς ] κατέστα φάος[ ?fr. 337. 9.

Spanish (DGE)

(ἀλᾱθής) dór. v. ἀληθής.

Russian (Dvoretsky)

ἀλᾱθής: дор. = ἀληθής.