συφειός

From LSJ
Revision as of 04:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. συφεός.

English (Autenrieth)

sty; συφεόνδε, to the sty. (Od.)

Greek Monolingual

ὁ, Α
(επικ. τ.) βλ. συφεός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συφειός -ου, ὁ ep. voor συφεός.

Russian (Dvoretsky)

σῠφειός: ὁ Hom. = συφεός.