χρυσόγειος

From LSJ
Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source

German (Pape)

[Seite 1380] und χρυσόγεως, ων, mit, von goldenem Erdreich, Golderde habend, Suid. u. a. Sp.

Greek Monolingual

-ον, και χρυσόγεως, -ων, Α
αυτός του οποίου το έδαφος περιέχει χρυσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -γειος / -γεως (< γῆ), πρβλ. λεπτό-γειος / λεπτό-γεως].