ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
-ωνος, ὁ, ΜΑ
μσν.
μτφ. αυτός που πίνει από την φλάσκα
αρχ.
1. φλάσκα
2. (κατά τον Ησύχ.) «φλάσκων δέ ἐστιν εἶδος ποτηρίου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. flasca, -ae / flasco, -ōnis, (βλ. και λ. φλάσκα)].