ψηκτός

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

German (Pape)

[Seite 1396] gestrichen, vom Maaße, Ggstz κορυστός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ψήχω
φρ. «ψηκτὸς μόδιος» — μόδιος, γεμάτος ώς το στόμιο, χωρίς να σχηματίζεται σωρός (Στέφ. Βυζ.).