τρίχρωμος

From LSJ
Revision as of 09:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

German (Pape)

[Seite 1150] = Vor., Luc. D. Meretr. 9, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίχρωμος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τρία χρώματα, τρίχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. τετρά-χρωμος].

Russian (Dvoretsky)

τρίχρωμος: (ῐ) трехцветный Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίχρωμος -ον [τρι-, χρῶμα] met drie kleuren.